- ὑπερτέλειος
- ὑπερτέλειοςbeyond completenessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερτέλειος — α, ο / ὑπερτέλειος, εία, ον, ΝΜΑ [τέλειος] (κυρίως για τον Θεό) αυτός που υπερβαίνει κάθε τελειότητα, απόλυτα τέλειος νεοελλ. 1. μτφ. ιδανικός, ιδεώδης 2. το ουδ. ως ουσ. το υπερτέλειο η απόλυτη τελειότητα αρχ. 1. (για αριθμό) ὑπερτελής* 2. το… … Dictionary of Greek
υπερτέλειος — α, ο ο απόλυτα τέλειος, ο τελειότατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερτέλειον — ὑπερτέλειος beyond completeness masc/fem acc sg ὑπερτέλειος beyond completeness neut nom/voc/acc sg ὑπερτελέω overleap imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑπερτελέω overleap imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτελείου — ὑπερτέλειος beyond completeness masc/fem/neut gen sg ὑπερτελέω overleap pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ὑπερτελέω overleap imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτελείους — ὑπερτέλειος beyond completeness masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτελείων — ὑπερτέλειος beyond completeness masc/fem/neut gen pl ὑπερτελέω overleap pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτελείῳ — ὑπερτέλειος beyond completeness masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτέλειοι — ὑπερτέλειος beyond completeness masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερτελής — ές, ΜΑ 1. (ιδίως για πυρσό) αυτός που φθάνει πέρα από τον στόχο («ὑπερτελής τε, πόντον ὥστε νωτίσαι», Αισχύλ.) 2. (για τον Θεό) ο απόλυτα τέλειος, υπερτέλειος αρχ. 1. αυτός που φαίνεται πάνω από κάποιον ή από κάτι άλλο («τίς οἴκων θυοδόκων… … Dictionary of Greek
υπερτελειότης — ότητος, ἡ, Α [ὑπερτέλειος] (κυρίως για τον Θεό) η απόλυτη τελειότητα … Dictionary of Greek